- εκφαίνω
- (AM ἐκφαίνω)φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτωμσν.(με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιουαρχ.1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» — τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.)2. παρουσιάζω («εἰ μὴ τὸν αὐτόχειρα... ἐκφανεῑτ' ἐς ὀφθαλμοὺς ἐμούς» — αν δεν παρουσιάσετε τον δράστη μπρος στα μάτια μου, Σοφ.)3. διευκρινίζω4. (για πράγματα, καταστάσεις) γνωστοποιώ, φανερώνω, αποκαλύπτω5. δείχνω απροκάλυπτα6. κηρύσσω («ἐκφαίνω πόλεμον»).
Dictionary of Greek. 2013.